- πρόπερσι
- Νεπίρρ. (δ. γρφ.) βλ. προπέρυσι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προπέρυσι — και προπέρσι και πρόπερσι πριν από δύο χρόνια: Προπέρσι πήγαμε στο νησί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκπέρυσι — ἐκπέρυσι (Α) επίρρ. πρόπερσι … Dictionary of Greek
προπέρυσι — ΝΜΑ, και πρόπερσι Ν, προπέρυσιν και αττ. τ. πρωπέρυσιν Α επίρρ. κατά το χρονικό διάστημα που προηγήθηκε τού περασμένου έτους, ένα έτος πριν από το περυσινό, πριν από δύο χρόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πέρυσι* / πέρσι] … Dictionary of Greek
καν — μόρ. 1. με ελαττωτική έννοια σημαίνει τουλάχιστο, καθόλου: Δεν ήθελε ούτε καν να ακούσει γι αυτόν. 2. ως διαζευκτικός αντί του ή ή: Καν πέρσι καν πρόπερσι πήρε το δίπλωμά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)